εὐμενίζω

εὐμενίζω
εὐμενίζομαι
propitiate
pres subj act 1st sg
εὐμενίζομαι
propitiate
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξευμενίζω — (AM ἐξευμενίζω) [ευμενίζω] καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν») αρχ. είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει») …   Dictionary of Greek

  • ευμενίζομαι — εὐμενίζομαι (Α) (Μ εὐμενίζω) [εὐμενής] 1. εξευμενίζω, εξιλεώνω, καταπραΰνω (α. «εὐμενίζειν βουλόμενος τὸν πατέρα», Στουδ. Θεόδ. β. «θεοὺς καὶ ἥρωας εὐμενίζετο», Ξεν.) 2. παθ. εὐμενίζομαι εξευμενίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ευμενισταί — εὐμενισταί, οἱ (Α) [ευμενίζω] επιγρ. θίασος, όμιλος θιασωτών τού Ευμένους …   Dictionary of Greek

  • κατευμενίζω — (Μ) καθιστώ κάποιον ευμενή απέναντι μου, αρέσω, είμαι αρεστός σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐμενίζω «εξευμενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προευμενίζω — Α [εὐμενίζω] προδιαθέτω κάποιον ευμενώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”